-
1 объект
объект м 1) το αντικείμενο 2) (предприятие и т. л.) το συγκρότημα· промышленный \объект το βιομηχανικό συγκρότημα* * *м1) το αντικείμενο2) (предприятие и т. п.) το συγκρότημαпромы́шленный объе́кт — το βιομηχανικό συγκρότημα
-
2 комбинат
το (εργοστασιακό) συγκρότημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > комбинат
См. также в других словарях:
συγκρότημα — το, ΝΜΑ [συγκροτῶ] άθροισμα πραγμάτων σε μεθοδική διάταξη νεοελλ. 1. σύνολο, ιδίως κτισμάτων και εγκαταστάσεων που συναποτελούν αδιαίρετη ολότητα («οικοδομικό συγκρότημα») 2. σύνολο βιομηχανικών ή άλλων οικονομικών επιχειρήσεων με ενιαίο κέντρο… … Dictionary of Greek
ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… … Dictionary of Greek
Ελ Σαλβαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ελ Σαλβαδόρ Έκταση: 21.041 τ. χλμ Πληθυσμός: 6.178.700 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Σαν Σαλβαδόρ (504.000 κάτ. το 2003)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γουατεμάλα και στα Α με την Ονδούρα, ενώ στα… … Dictionary of Greek
ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα … Dictionary of Greek
σφαγείο — το / σφαγεῑον, ΝΑ, και σφαγειό Ν [σφαγή] νεοελλ. 1. (στον εν. και στον πληθ.) στεγασμένος χώρος στον οποίο σφάζονται και προετοιμάζονται κατάλληλα τα ζώα που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο 2. μτφ. α) ομαδική σφαγή ή, γενικά, εξόντωση … Dictionary of Greek
Ζίμενς, φον- — (von Siemens). Επώνυμο γερμανικής οικογένειας μηχανικών και βιομηχάνων. 1. Βέρνερ (1816 – 1892). Κατατάχθηκε εθελοντής στον πρωσικό στρατό και το 1848 υπηρέτησε ως λοχαγός του πυροβολικού. Το 1847 άνοιξε μικρό εργαστήριο επισκευών τηλεγραφικών… … Dictionary of Greek
Μαγκνιτογκόρσκ — (Magnitogorsk). Πόλη (427.600 κάτ. το 2003) της δυτικής Ρωσίας. Βρίσκεται στην επαρχία Tσελιαμπίνσκ, 240 χλμ. ΝΔ της πρωτεύουσας, κοντά στον ποταμό Oυράλη, στις πλαγιές του βουνού Mαγκνίτναγια (ανατολική πλευρά των νότιων Oυραλίων), σε μια ζώνη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek